Η πρόσφατη επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στο Λονδίνο και η συνάντηση του με τον κ.Τζόνσον, αναζωπύρωσε εκ νέου το μείζον σημασίας θέμα της επιστροφής των κλεμμένων γλυπτών του Παρθενώνα.
Η Αρχαία Ελληνική θρησκεία (Α.Ε.Θ.) θεωρεί πως το πλαίσιο συζήτησης περί αυτού, όπως έχει παρουσιαστεί από τον Ελληνικό και Βρετανικό τύπο, είναι λανθασμένο και άκρως επικίνδυνο για την τύχη όχι μόνο των συγκεκριμένων γλυπτών, αλλά και των πολιτιστικών θησαυρών της Ελλάδος εν γένει. Η κυβέρνηση παρουσιάζεται να εμπλέκεται σε ένα “παζάρι” δανεισμού μακράς διαρκείας υψίστης σημασίας ευρημάτων με βάση τον πρόσφατο κατάπτυστο νόμο. Το οποίο εάν ισχύει, ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου για την σταδιακή υφαρπαγή με νομότυπες διαδικασίες των πολιτιστικών θησαυρών της χώρας μας, ακόμα κι εάν αυτό σημαίνει την επιστροφή κάποιων από τα κλεμμένα στην γενέτειρα τους.
Η Αρχαία Ελληνική θρησκεία τονίζει πως το πρόβλημα της κατοχής των γλυπτών του Παρθενώνα, όπως και του συνόλου των αρχαίων ευρημάτων της χώρας μας που βρίσκονται εκτός της επικράτειας της, είναι πρόβλημα κλοπής, παράνομης μεταφοράς και αγοραπωλησίας και ως εκ τούτου κλεπταποδοχής εκτός της χώρας και ως κάτι τέτοιο πρέπει να λογίζεται και η παράνομη κατοχή των γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό μουσείο. Όμως αυτή η συζήτηση περί ανταλλαγών, δανεισμών, εκμισθώσεων κλπ στην πράξη νομιμοποιεί την κλεπταποδοχή και εξαφανίζει και την τελευταία πιθανότητα να επιστραφούν στην Ελλάδα με νόμιμο τρόπο τα κλεμμένα μνημεία της. Θεωρούμε τουλάχιστον υποκριτική την πολιτική της επικέντρωσης στα γλυπτά του Παρθενώνα ενώ για πλείστα άλλα κλεμμένα ευρήματα που βρίσκονται στην Γαλλία, στην Γερμανία, στις ΗΠΑ κλπ δεν έχει ποτέ υπάρξει η παραμικρή απαίτηση επιστροφής τους, ούτε γενικά υπάρχει κάποια συγκροτημένη πολιτική γύρω από αυτό το θέμα, ενώ η συνεργασία της χώρας μας με άλλες χώρες που έχουν παρόμοια προβλήματα και αντίστοιχες απαιτήσεις επιστροφής, όπως πχ η Αίγυπτος, είναι ανύπαρκτη.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί πως το κύριο επιχείρημα των Βρετανών πως αγοράστηκαν νόμιμα από την “Οθωμανική διοίκηση” αν και αναμενόμενο από την πλευρά τους, στην πράξη δεν έχει ποτέ αποκρουστεί σθεναρά από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες ουσιαστικά αποδέχονται την τουρκοκρατία ως νόμιμη κυβέρνηση της εποχής, σε πλήρη αντίθεση με τις κυβερνήσεις παλαιότερων δεκαετιών, όπου έκαναν ξεκάθαρο πως η τουρκική κατάκτηση και ως εκ τούτου διακυβέρνηση ήτο παράνομη. Εν κατακλείδι, είναι υποχρεωμένες να αποδεχτούν σιωπηλά το επιχείρημα των Βρετανών περί “νομιμότητας” της κατοχής των γλυπτών.
Η Αρχαία Ελληνική θρησκεία ζητά από την κυβέρνηση να διαψεύσει τα δημοσιεύματα του τύπου, έτσι ώστε η παραφιλολογία να κλείσει και το θέμα της επιστροφής των γλυπτών να επιστρέψει στην σωστή του διάσταση.